εκατηβελετης

εκατηβελετης
    ἑκατηβελέτης
    ἑκᾰτη-βελέτης
    -ου adj. m Hom., HH., Hes. = ἑκατηβόλος См. εκατηβολος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εκατηβελετης" в других словарях:

  • ἑκατηβελέτης — six masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατηβελέτην — ἑκατηβελέτης six masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ἑκατηβελέταο — ἑκατηβελέτᾱο , ἑκατηβελέτης six masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»